υποθήκη

υποθήκη
(Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση υποθέτει την αναγκαστική εκποίηση του ακίνητου, υ. δε μπορεί να δοθεί παρά επάνω σε κτήμα δεκτικό εκποίησης και στην επικαρπία του. Αν το ακίνητο απαλλοτριωθεί αναγκαστικά, το δικαίωμα ασκείται πάνω στην αποζημίωση. Η υ. είναι δικαίωμα παρεπόμενο σε σχέση προς την απόκτηση που ασφαλίζει και ακολουθεί την τύχη της. Για την απόκτηση υ., απαιτείται «τίτλος» και «εγγραφή». Τίτλος είναι ο ίδιος ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η ιδιωτική θέληση. Τίτλο από το νόμο έχει το δημόσιο για απαιτήσεις από καθυστερημένους φόρους, τα κοινωφελή ιδρύματα κ.ά. πάνω σε ακίνητα των διαχειριστών τους, η γυναίκα για την εξασφάλιση της προίκας της κλπ. Τίτλο δίνει και τελεσίδικη δικαστική απόφαση, εκτελεστή διαιτητική απόφαση, εκτελεστή απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου, που επιδικάζουν χρηματικές παροχές. Τίτλος είναι και μονομερής συμβολαιογραφική δήλωση του οφειλέτη ή τρίτου υπέρ του οφειλέτη. Η υ. αποκτάται με την εγγραφή στο βιβλίο υ. της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο. Τα βιβλία κρατά ο φύλακας υ. και είναι δημόσια και προσιτά στον καθένα που θέλει να τα συμβουλευτεί. Η εγγραφή γίνεται πάντοτε για ορισμένο ποσό, και μολονότι το δικαίωμα υ. που απορρέει από το νόμο ή από δικαστική απόφαση εκτείνεται σε όλα τα ακίνητα του οφειλέτη, μπορεί να περιοριστεί σε όσα μόνο ακίνητα η αξία τους ασφαλίζει την απαίτηση. Η σειρά της εγγραφής των υ. κανονίζει και τη σειρά απόλυτης ικανοποίησης των ενυπόθηκων δανειστών· και αυτό, γιατί ο οφειλέτης μπορεί να επιβαρύνει το κτήμα και με δεύτερη και τρίτη κ.ο.κ. υ., εκτός αν συμφωνήσει το αντίθετο με το δανειστή (άρ. 1290). Κάθε επόμενη υ. παίρνει τη θέση της προηγούμενης που θα έχει σβηστεί. Ο δανειστής, που δεν έχει ακόμα στα χέρια του τίτλο υ., μπορεί, με την άδεια του δικαστή, να εγγράψει «προσημείωση» πάνω σε κτήμα του οφειλέτη. Με την προσημείωση αποκτά δικαίωμα να προτιμηθεί στην εγγραφή υ., στην οποία και μετατρέπεται η προσημείωση μόλις εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση που επιδικάζει την κύρια απαίτηση, ακόμα και αν το ακίνητο περιέλθει στο μεταξύ, στην κυριότητα τρίτου. Η εγγραφή της υποθήκης ή της προσημείωσης διακόπτει την παραγραφή της ασφαλιζόμενης απαίτησης. Η υ. σβήνεται («αποσβέννυται»), αν αποσβεστεί ή παραγραφεί η ασφαλιζόμενη απαίτηση, αν εξαφανιστεί το ενυπόθηκο κτήμα, αν παραιτηθεί από αυτή ο δανειστής, αν πλειστηριαστεί το κτήμα και καταβληθεί το προϊόν του πλειστηριασμού, αν στο ίδιο πρόσωπο συμπέσει η ιδιότητα του ενυπόθηκου δανειστή και του κύριου του κτήματος. Η προσημείωση σβήνεται, επιπλέον, και αν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση που απορρίπτει την απαίτηση ή την επιδικάσει μεν, αλλά περάσουν ενενήντα μέρες χωρίς να μετατραπεί σε υ., αν ανακληθεί από το δικαστή η άδεια εγγραφής της.
* * *
η / ὑποθήκη, ΝΜΑ [ὑποτίθημι]
1. δικαίωμα τού δανειστή σε ακίνητα συνήθως περιουσιακά στοιχεία τού οφειλέτη, παραχωρούμενο ως εγγύηση εξοφλήσεως (α. «έβαλε υποθήκη το σπίτι του» β. «συγγραφαι δανείων ἐφ' ὑποθήκη κατοικικαῑς ἀρούραις», πάπ.)
2. μτφ. συμβουλή, παραίνεση, ηθική προσταγή (α. «οι ρήσεις τών αρχαίων συγγραφέων αποτελούν την πολυτιμότερη υποθήκη τού έθνους μας» β. «τῆς τούτου μητρός... ὑποθήκαις... διακονοῡσαν», Αντιφ.)
νεοελλ.
1. (νομ.) εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ξένο ακίνητο, για την εξασφάλιση προνομιακής ικανοποίησης μιας απαίτησης από το εκπλειστηρίασμα τού ακινήτου
2. φρ. α) «ναυτική υποθήκη» — βλ. ναυτικός
β) «βιβλίο υποθηκών και κατασχέσεων» — βιβλίο που τηρείται στα λιμεναρχεία και στο οποίο εγγράφονται οι υποθήκες και κατασχέσεις πλοίων, το υποθηκολόγιο
αρχ.
1. (για την διδασκαλία τού Ιησού Χριστού) δίδαγμα
2. στον πληθ. αἱ ὑποθῆκαι
ποιήματα με διδακτικό χαρακτήρα, όπως λ.χ. ήταν αυτά τού Ησιόδου
3. φρ. α) «ὑποθῆκαι ἔγγαιοι» — υποθήκες εκτάσεων γης
β) «ἐν ὑποθήκῃ» — ως ενέχυρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποθήκη — η 1. συμβουλή, προτροπή: Οι υποθήκες του Ισοκράτη. 2. (νομ.), δικαίωμα που παραχωρεί στο δανειστή ο οφειλέτης πάνω σε δικά του ακίνητα κτήματα, για να εξασφαλίσει ο δανειστής την απαίτησή του, και το οποίο (δικαίωμα) βεβαιώνεται με εγγραφή στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποθήκη — ὑ̱ποθήκη , ὑποθέω make a secret attack plup ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑ̱ποθήκη , ὑποθέω make a secret attack plup ind act 1st sg ὑποθήκη suggestion fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθήκῃ — ὑ̱ποθήκῃ , ὑποθέω make a secret attack perf subj act 3rd sg ὑποθήκη suggestion fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθηκῶν — ὑποθήκη suggestion fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθῆκαι — ὑποθήκη suggestion fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθήκαις — ὑποθήκη suggestion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Delta Upsilon — ΔΥ Founded November 4, 1834 (1834 11 04) …   Wikipedia

  • ενυπόθηκος — η, ο (Μ ἐνυπόθηκος, η, ον) νεοελλ. (για ακίνητο) αυτός που έχει επιβαρυνθεί με υποθήκη, υποθηκευμένος («ενυπόθηκο κτήμα») μσν. 1. (για δανειστή) αυτός που δέχεται υποθήκη («ἐνυπόθηκος [ενν. δανειστής] ὅστις ἔλαβεν ύποθήκην ἤ οἶκον ἤ κτῆμα»,… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • υποθηκάριος — ία, ον, Μ αυτός που ανήκει σε υποθήκη. επίρρ... ὑποθηκαρίως Μ σχετικά με υποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποθήκη + κατάλ. άριος (πρβλ. μηχαν άριος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”